τεράστιος

τεράστιος
τεράστιος, ον,
A monstrous, prodigious, ὡς τ. τι πεποιηκώς (Bernard. rightly ὥσπερ ἀστεῖόν τι) Thphr.Char.19.9;

τ. τι πάσχεις Luc. DMort.17.1

;

τ. τὸ πρᾶγμα ἐφαίνετο Id.Alex.16

;

τ. σημεῖον Ezek. Exag.91

, cf. Sm.Nu.13.34(33), al.;

τ. ἔργον Ph.1.544

; τεράστιοι perh. = τερατουργοί in Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).148: Ζεὺς τ. the god of portents, Luc.Tim.41, Aristid.2.65 J., IG5(1).1154 ([place name] Gythium); δαίμονες τ. Hld.2.5: τὸ τ., = τέρας, J.AJ10.2.1; a monstrous birth, Paul.Aeg.3.76 (pl.). Adv. -ίως Eust.ad D.P.Proll.p.79 B.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τεράστιος — monstrous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεράστιος — α, ο / τεράστιος, ον, ΝΜΑ πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης, ο πολύ μεγάλων διαστάσεων, πελώριος, υπερφυσικός (α. «τεράστια περιουσία» β. «τεράστιο το πρόβλημα τής ρύπανσης τού περιβάλλοντος» γ. «τεράστιον τὸ πρᾱγμα ἐφαίνετο», Λουκιαν. δ. «τεράστιον… …   Dictionary of Greek

  • τεράστιος — α, ο επίρρ. α υπερβολικά μεγάλος, υπερφυσικός, πελώριος: Τεράστιος πλούτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεραστίως — τεράστιος monstrous adverbial τεράστιος monstrous masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεράστιον — τεράστιος monstrous masc/fem acc sg τεράστιος monstrous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεραστίοις — τεράστιος monstrous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεραστίου — τεράστιος monstrous masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεραστίους — τεράστιος monstrous masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεραστίων — τεράστιος monstrous masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεραστίῳ — τεράστιος monstrous masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεράστια — τεράστιος monstrous neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”